- ισότοιχος
- ἰσότοιχος, -ον (Α)(για πλοίο) αυτός που έχει τοιχώματα ή πλευρές ίσου ύψους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -τοῑχος (< τοίχος), πρβλ. αργυρό-τοιχος, μεσό-τοιχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσοτοίχου — ἰσότοιχος with equal walls masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοτοίχους — ἰσότοιχος with equal walls masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek